Σημερα δεν μπορουσα να παρω τα ματια μου απο πανω σου ψυχη μου. Σε κοιταζα και σε θαυμαζα συνεχεια, για την ομορφια της ψυχης σου που εκδηλωνεται μεσα απο το χαμογελο σου και τα λογια σου. Μου αρκει να σε ακουω να μιλας για να γινομαι ευτυχισμενος, καθε λεξη καθε φθογγος που βγαινει απο το χειλη σου, για με ειναι θυσαυρος ανεκτιμητος.
Και σαν εφθασε το τελος μιας αλλης ευλογημενης Δυτερας ηταν σαν να μου στερουσε ενα χερι αορατο την ευτυχια. Εκανα σκεψεις που πονουσαν, μπροστα σε ενα ενδεχομενα να μην υπαρηξουν αυτες οι ευλογημενες Δευτερες, και δεν αντεξα, λυγισα, εσπασα, και το κλαμα επνιξε τις σκεψεις μου. Ημουν εκει στην μεση του δρομου να οδηγω και να κλαιω σαν μωρο παιδι. Δεν αντεχα να μην σου ξαναμιλησω και σε καλεσα στο κινητο σου να σε ακουσω και να σου πω τον φοβο μου μην χασω αυτο που θεωρω ανεκτιμητο. Να σε βλεπω ματια μου, να σε βλεπω και να σε ακουω. Και φυσικα δεν μπορουσα να μην σου πω, ποσο μα ποσο πολυ σ'αγαπω....
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου